διασχηματίζω — (Α) 1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω 3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», Πλούτ.) 4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῑνος ἐπἰ… … Dictionary of Greek
διασχηματιζόμενον — διασχηματίζω shape pres part mp masc acc sg διασχηματίζω shape pres part mp neut nom/voc/acc sg διασχηματίζω shape pres part mp masc acc sg διασχηματίζω shape pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζει — διασχηματίζω shape pres ind mp 2nd sg διασχηματίζω shape pres ind act 3rd sg διασχηματίζω shape pres ind mp 2nd sg διασχηματίζω shape pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζοντα — διασχηματίζω shape pres part act neut nom/voc/acc pl διασχηματίζω shape pres part act masc acc sg διασχηματίζω shape pres part act neut nom/voc/acc pl διασχηματίζω shape pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζουσιν — διασχηματίζω shape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασχηματίζω shape pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διασχηματίζω shape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασχηματίζω shape pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματιζόμενοι — διασχηματίζω shape pres part mp masc nom/voc pl διασχηματίζω shape pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζεται — διασχηματίζω shape pres ind mp 3rd sg διασχηματίζω shape pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζοιτο — διασχηματίζω shape pres opt mp 3rd sg διασχηματίζω shape pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζοντες — διασχηματίζω shape pres part act masc nom/voc pl διασχηματίζω shape pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασχηματίζουσαν — διασχηματίζω shape pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) διασχηματίζω shape pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσχηματισμένον — διασχηματίζω shape perf part mp masc acc sg διασχηματίζω shape perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)